- θωρακίζομαι
- θωρακίζομαι, θωρακίστηκα, θωρακισμένος βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:θωρακίζομαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. τεθωρακισμένος ως επίθετο ή ουσιαστικό.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
επιθωρακίζομαι — ἐπιθωρακίζομαι (Α) φορώ τον θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρακίζομαι «φορώ θώρακα»] … Dictionary of Greek
καταφράσσω — (AM) παθ. καταφράσσομαι 1. καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι τελείως 2. φορώ θώρακα, θωρακίζομαι 3. μτφ. περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με περίφραγμα αρχ. προστατεύω … Dictionary of Greek
προσθωρακίζομαι — Α προφυλάσσομαι με θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θωρακίζομαι «φορώ θώρακα»] … Dictionary of Greek